- ακαρέως
- ἀκαρέως επίρρ. (Α) [ἀκαρής]κατά τον Ησύχιο τελείως, ολοσχερώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκαρέως — ἀκαρής too short to be cut adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… … Dictionary of Greek
πιροπλάσμωση — η, Ν 1. ιατρ. νόσος οφειλόμενη σε πρωτόζωο τού γένους babesia, παράσιτο τών ερυθρών αιμοσφαιρίων που μεταδίδεται από νυγμό ακάρεως 2. (κτην.) ομάδα ζωονόσων τών κατοικίδιων ζώων που προκαλούνται από είδη τού πρωτοζώου βαβεσία ή πιρόπλασμα και… … Dictionary of Greek
τζιβίκιον — τὸ, Α είδος ακάρεως, γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία τσιμπούρι τών σκύλων … Dictionary of Greek
τζιμούρι(ο)ν — τὸ, Μ είδος ακάρεως, τσιμπούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τσιμούριν] … Dictionary of Greek